«Βαρύ» είναι το κόστος της εκπαίδευσης των παιδιών για τους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα
Ένας στους τρείς εργαζόμενους
καταβάλει τουλάχιστον
ένα κατώτατο μισθό
για την εκπαίδευση
των παιδιών του
«Βαρύ» είναι το κόστος της εκπαίδευσης των παιδιών για τους εργαζόμενους ιδιωτικού τομέα, αφού ο 1 στους 3 εργαζόμενους αναφέρει ότι καταβάλει τουλάχιστον ένα κατώτατο μισθό. Το 74% των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα δηλώνει ότι τους τελευταίους 12 μήνες έχει καταβάλει δαπάνες για φροντιστήρια.
Τα στοιχεία έρευνας
της ΓΣΕΕ
και του
Ινστιτούτου Εργασίας της
Είναι τα στοιχεία της; έρευνας, που πραγματοποίησαν το Φεβρουάριο του 2024 η Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδας (ΓΣΕΕ) και το Ινστιτούτο Εργασίας (ΙΝΕ/ΓΣΕΕ) σε συνεργασία με την εταιρεία δημοσκοπήσεων «Alco» και μέσω της οποίας ρωτήθηκαν τηλεφωνικά 1.500 εργαζόμενοι απ’ όλη τη χώρα.
Τα σημαντικότερα ευρήματα
της έρευνας
Τα σημαντικότερα ευρήματα της έρευνας είναι τα εξής:
1.
Το 74% του δείγματος δηλώνει ότι τους τελευταίους 12 μήνες έχει καταβάλει δαπάνες για φροντιστήρια.
Πιο συγκεκριμένα, το 36% των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα απαντά πως οι δαπάνες αυτές αφορούσαν στα φροντιστήρια ενίσχυσης της σχολικής επίδοσης.
Ένα ακόμη 38% των ερωτηθέντων επισημαίνει πως χρειάστηκε να πληρώσει σχετικά με ιδιωτικές υπηρεσίες διδασκαλίας ξένων γλωσσών για τα παιδιά του, παρά το γεγονός ότι η διδασκαλία αυτή συμπεριλαμβάνεται στα αναλυτικά προγράμματα της δωρεάν υποχρεωτικής και μέσης εκπαίδευσης.
«Είναι σαφές ότι οι εκπαιδευτικές δαπάνες που καταβάλουν οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα με παιδιά «φέρουν» το ίχνος του εξετασιοκεντρικού τρόπου λειτουργίας του εκπαιδευτικού συστήματος και συνδέονται άμεσα με την ανάγκη βελτίωσης της σχολικής επίδοσης ή με τη κάλυψη δομικών ανεπαρκειών του», συμπεραίνεται στην ίδια έρευνα.
2.
Δεν υπάρχει ούτε ένας εργαζόμενος με παιδιά στο Λύκειο, που να μη καταβάλει δίδακτρα για φροντιστήρια και φροντιστήρια ξένων γλωσσών. Ήδη, από το Γυμνάσιο ανέρχονται τα αντίστοιχα ποσοστά στο 80% για τα φροντιστήρια και για τα φροντιστήρια ξένων γλωσσών, αντίστοιχα.
3.
Ένας στους δύο εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα (49%) δηλώνει πως καταβάλει τουλάχιστον 500 ευρώ κάθε μήνα σε εκπαιδευτικές δαπάνες για τα παιδιά του, ενώ το 30% υπογραμμίζει πως ξοδεύει τουλάχιστον 750 ευρώ, δηλαδή ποσό που αντιστοιχεί τουλάχιστον σ’ ένα μηνιαίο κατώτατο μισθό.
4.
Οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα με παιδιά εκτιμούν ότι οι ιδιωτικές δαπάνες για την εκπαίδευσή τους είναι ανελαστικές και θεωρούν πως δύσκολα μπορούν να μειωθούν. Έτσι, στην έρευνα εμφανίζεται μόλις το 9% των συμμετεχόντων να δηλώνει ότι τις μείωσε σημαντικά.
Το 48% των ερωτηθέντων γράφει ότι μείωσε λίγο τις ιδιωτικές δαπάνες για την εκπαίδευση των παιδιών του και το 43% απαντά πως δε τις μείωσε καθόλου.
5.
Μόνο το 14% των εργαζομένων με οικογενειακά εισοδήματα μέχρι και 1000 ευρώ τον μήνα δηλώνει ότι δε προχώρησε σε καμιά μείωση των εκπαιδευτικών δαπανών, ενώ το 86% αναφέρει ότι προχώρησε σε μειώσεις.
«Πρόκειται για τη πληθυσμιακή ομάδα με εργαζόμενους που αμείβονται με το κατώτατο μισθό, ή απασχολούνται με ευέλικτες μορφές εργασίας, ή ακόμη για οικογένειες, οι οποίοι βασίζονται σε ένα και μοναδικό μισθό, προκειμένου να καλύψουν τις ανάγκες του νοικοκυριού», καταγράφεται σχετικά στην έρευνα.
6.
Στον αντίποδα «βρίσκεται» το 100% των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα με μηνιαία οικογενειακά εισοδήματα ύψους άνω των 2500 ευρώ και το οποίο γράφει ότι δεν έχει προχωρήσει σε απολύτως καμιά περικοπή.
«Από τη κατανομή των απαντήσεων σε συσχέτιση με το εισόδημα είναι εμφανείς οι ενδείξεις σημαντικής εκπαιδευτικής και κοινωνικής ανισότητας μεταξύ των χαμηλών και των υψηλών μηνιαίων αποδοχών», αναφέρεται στην έρευνα των ΓΣΕΕ και ΙΝΕ/ΓΣΕΕ.
7.
Το 91% των συμμετεχόντων σημειώνει ότι τα τελευταία τρία χρόνια αυξάνεται συνεχώς το κόστος των εκπαιδευτικών δαπανών.
Παράλληλα, το 20% των ερωτηθέντων δηλώνει ότι λαμβάνει και υποστήριξη από τους συγγενείς του ευρύτερου οικογενειακού περιβάλλοντος, προκειμένου να καλύψει τα κόστη των οικογενειακών ιδιωτικών εκπαιδευτικών δαπανών.
Τα συμπεράσματα
της έρευνας
Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της ίδιας έρευνας φαίνεται πως οι ίδιοι οι μηχανισμοί μέτρησης και κατάταξης της σχολικής επίδοσης (εξετάσεις, διαγωνισμοί πρόσβασης, κλπ.), αποτελούν πιθανότατα και τη μια από τις βασικές αιτίες του υψηλού επιπέδου ποσοστού εκπαιδευτικών δαπανών στους προϋπολογισμούς των νοικοκυριών του ιδιωτικού τομέα.
Επιπλέον, τα δεδομένα της «Eurostat» δείχνουν ότι τα τελευταία 20 χρόνια βρίσκεται διαχρονικά η Ελλάδα ανάμεσα στις πρώτες θέσεις μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 27 στα ποσοστά της συμμετοχής των ιδιωτικών εκπαιδευτικών δαπανών στη συνολική καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών.
Η θεώρηση της έρευνας
«Θεωρούμε, λοιπόν, εμφανές ότι ο τρόπος λειτουργίας του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος συμβάλει στην αύξηση του μεριδίου των ιδιωτικών δαπανών στην εκπαίδευση. Την ίδια στιγμή, μάλιστα, που η δημόσια χρηματοδότηση συνεχίζει να διατηρείται σε ιδιαίτερα χαμηλά ποσοστά.
Σε κάθε περίπτωση,θεωρούμε ότι οι δημόσιες εκπαιδευτικές πολιτικές,οι οποίες υιοθετούνται δε λαμβάνουν στο βαθμό που θα όφειλαν τη παράμετρο του υψηλού κόστους των ιδιωτικών εκπαιδευτικών δαπανών που πραγματικά αυτές προκαλούν.
Επιπλέον, δεν ενσωματώνεται ως κρίσιμη παράμετρος των δημόσιων εκπαιδευτικών πολιτικών η διαφοροποιημένη δομή των εκπαιδευτικών δαπανών ως ποσοστού του διαθέσιμου εισοδήματος, αποτελώντας έναν επιπλέον παράγοντα της ανισότητας για τα πλέον ευάλωτα νοικοκυριά.
Από αυτή την άποψη, θα προτείναμε κάθε νέα νομοθετική παρέμβαση στη λειτουργία του εκπαιδευτικού συστήματος να συνοδεύεται όχι μόνον από τις εκτιμήσεις για το ύψος των δαπανών που αυτή θα προκαλέσει στο εθνικό προϋπολογισμό, αλλά και από τις ρεαλιστικές εκτιμήσεις ως προς το ύψος των νέων δαπανών, τις οποίες ενδεχομένως αυτή θα προκαλέσει στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς», περιγράφεται στα πορίσματα της έρευνας των ΓΣΕΕ και ΙΝΕ/ΓΣΕΕ.
©Typologos.com 2024