H τεράστια επιρροή του Μάρλον Μπράντο στον Ματ Ντίλον και το «τραύμα» της Μαρίας Σνάιντερ από το «Τελευταίο Ταγκό στο Παρίσι»
Ο Γιώργος Λάνθιμος
η Καμάλα Χάρις
η ζωγραφική και η σκηνοθεσία
Για τη τεράστια επιρροή του Μάρλον Μπράντο στον ίδιο, το «τραύμα» της Μαρίας Σνάιντερ στο φιλμ του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι «Τελευταίο Ταγκό στο Παρίσι» (1973), τη γνωριμία του με τον Έλληνα σκηνοθέτη, Γιώργο Λάνθιμο, την ψήφο του υπέρ της Καμάλα Χάρις στις προεδρικές εκλογές, τη ζωγραφική και τη σκηνοθεσία μίλησε ο Αμερικανός ηθοποιός στη συνέντευξη τύπου, που πραγματοποιήθηκε τη Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2024 στην αίθουσα «Σταύρος Τορνές», στο πλαίσιο του 65ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (ΦΚΘ)
Τη συνέντευξη τύπου συντόνισε ο επικεφαλής προγράμματος του ΦΚΘ, Γιώργος Κρασσακόπουλος.
«Ο Μάρλον Μπράντο
άλλαξε την εικόνα
του Αμερικανού άντρα»
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης τύπου ρωτήθηκε ο Ματ Ντίλον για τον Μάρλον Μπράντο, τον οποίο ενσάρκωσε στη ταινία «Την έλεγαν Μαρία» της Ζεσικά Παλούντ και ο ίδιος απάντησε πως δε μπόρεσε να αντισταθεί στη πρόκληση και να αρνηθεί να συμμετάσχει σε αυτό το φιλμ.
«Ο Μάρλον Μπράντο είναι φοβερά επιδραστικός και άλλαξε το «ρου» του σινεμά πολλές φορές στη καριέρα του. Αγάπησα το σενάριο: Η απεικόνιση ήταν δίκαιη και ειλικρινής. Αργότερα, κάπως το μετάνιωσα γιατί ήταν πραγματικά μια πολύ δύσκολη αποστολή, δεδομένου ότι ο Μάρλον Μπράντο υπήρξε ένας από τους πιο ενδιαφέροντες ανθρώπους του 20ού αιώνα.
Ταυτόχρονα, όμως, μου άρεσε αυτή η πρόκληση. Μου αρέσει να παίρνω ρίσκα στη καριέρα μου, κι αυτό ήταν ένα από τα μεγαλύτερα που έχω πάρει. Θα κοιτώ τον Μπράντο πάντα με ένα αίσθημα ευγνωμοσύνης, διότι μου άσκησε πραγματικά τεράστια επιρροή. Οι ηθοποιοί δε θέλουν ποτέ να συγκρίνονται μαζί του.
Κατάφερνε να παρουσιάζεται πάντα ευάλωτος και αυθόρμητος, στοιχεία που ο ίδιος και ηθοποιοί του δικού του διαμετρήματος «έφεραν» στο σινεμά. Η ευαισθησία αυτή είναι εγγενής στην ανθρώπινη εμπειρία και είναι φοβερά σημαντική για εμένα. Ο Μάρλον Μπράντο άλλαξε την εικόνα του Αμερικανού άντρα – δεν υπήρχε πια Τζον Γουέιν», επισήμανε ο κ. Ντίλον.
Η ταύτιση
με την Μαρία Σνάιντερ
«Στο συγκεκριμένο ρόλο υπήρχε ένα έντονο προσωπικό στοιχείο. Πρόκειται για ένα αριστούργημα του κινηματογράφου. Αφού ολοκλήρωσα τη δεύτερη ταινία μου, γράφτηκα στο ινστιτούτο του Λι Στράσμπεργκ για μαθήματα υποκριτικής και εκεί μιλούσαμε συνεχώς για φιγούρες, όπως ήταν ο Μάρλον Μπράντο, ο Τζέιμς Ντιν και ο Μοντγκόμερι Κλιφτ.
Η ιερή αυτή τριάδα ηθοποιών άλλαξε το τρόπο με τον οποίο δουλεύουν τα πράγματα στο κινηματογράφο. Υπήρχε και κάτι ακόμη που με κέρδισε σε αυτό το ρόλο: Η Μαρία Σνάιντερ, η οποία ξεκίνησε να δουλεύει στο κινηματογράφο πάρα πολύ νέα, κάτι με το οποίο μπορώ να ταυτιστώ, γιατί έκανα τα πρώτα μου βήματα στην υποκριτική σε πολύ μικρή ηλικία.
Είχα πάντα πολύ κατανόηση για τη θέση, στην οποία βρέθηκε. Φυσικά, η κατάστασή της ήταν πολύ διαφορετική από τη δική μου, αλλά με ένα τρόπο μπορώ να ταυτιστώ. Ξέρω πώς είναι να είσαι ένα νέο άτομο στο σετ, που δεν έχει εμπειρία, δε μπορεί να θέσει αυστηρά όρια και να έχει το προνόμιο της αυτενέργειας. Για το λόγο αυτό, με συγκίνησε η ερμηνεία της Αναμαρία Βαρτολομέι. Στο τέλος, ένιωσα πραγματικά υπερήφανος που πήρα μέρος σε μια δημιουργία που «έδωσε φωνή» στη Μαρία Σνάιντερ. Η Ζεσικά Παλούντ είχε την ευαισθησία να μη κάνει μια πολιτική ταινία, ούτε μια ταινία εκδίκησης. Έφτιαξε μια ειλικρινή προσωπική ιστορία, η οποία «φωτίζει» κρυμμένες πτυχές ενός γεγονότος», υπογράμμισε ο πολυσχιδής Αμερικανός ηθοποιός.
Για τη διαβόητη σκηνή
στο «Τελευταίο τανγκό στο Παρίσι»
Μάλιστα, δε, δίστασε ο ίδιος να πάρει θέση για τη διαβόητη σκηνή μεταξύ της Μαρίας Σνάϊντερ και του Μάρλον Μπράντο στο φιλμ «Τελευταίο τανγκό στο Παρίσι».
«Χωρίς να θέλω να κακολογήσω τον Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, αυτόν τον πραγματικά σπουδαίο κινηματογραφιστή, θεωρώ πως έκανε λάθος στη συγκεκριμένη επίμαχη σκηνή με τη Μαρία Σνάιντερ. Δεν πιστεύω σε καμία περίπτωση πως η πρόθεσή του ήταν να δημιουργήσει κάτι σαδιστικό. Θα ήταν,όμως, λάθος να απλοποιήσουμε τα δεδομένα. Έχουμε πολλά στοιχεία που περιπλέκουν την υπόθεση.
Η ζωή της Μαρίας Σνάιντερ ήταν ήδη φοβερά ασταθής λόγω του οικογενειακού περιβάλλοντός της. Η εμπειρία της στο πλατό εκείνη την ημέρα ήταν το χειρότερο δυνατό σενάριο για την ίδια, να βρεθεί δηλαδή σε μια τέτοια κατάσταση. Συνεχίζω να πιστεύω, όμως, πως το «Τελευταίο τανγκό στο Παρίσι» είναι ένα αριστούργημα.
Η σκηνή αυτή είναι το μόνο στοιχείο στη ταινία, που δε μου αρέσει καθόλου. Ήταν ένα λάθος που δημιούργησε ένα τεράστιο τραύμα. Το τραύμα αυτό ήταν ίσως ήδη σε εξέλιξη, αλλά σίγουρα επιδεινώθηκε από αυτή τη κατάσταση. Το σημείο αυτό είναι κομβικό στην ιστορία της, αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι ολόκληρη η ιστορία της», είπε ξεκάθαρα ο κ. Ντίλον.
«Δεν είναι ποτέ
εύκολες οι ερωτικές σκηνές»
Κατόπιν, σχολίασε ο ίδιος και την πραγματοποίηση- λήψη ερωτικών σκηνών στο σινεμά,
«Έχω γυρίσει πολλές ερωτικές σκηνές και δεν είναι ποτέ εύκολες. Πλέον, στα πλατό υπάρχει μια νέα επαγγελματική κατηγορία, ο συντονιστής οικειότητας (intimacy coordinator), που αναλαμβάνει την ευθύνη για τη σωστή ψυχολογική προετοιμασία των ηθοποιών στις ερωτικές σκηνές.
Ήταν η πρώτη φορά που συνεργάστηκα με ένα τέτοιο επαγγελματία στο φιλμ «Την έλεγαν Μαρία». Σε κάποιους ανθρώπους ίσως να μην αρέσει η ιδέα κάποιου είδους “αστυνόμευσης” σχετικά με το πώς να συμπεριφερθούν. Ωστόσο, ο συντονιστής οικειότητας (intimacy coordinator) παρέχει σε όλους ένα ασφαλές πλαίσιο, το οποίο επιτρέπει περισσότερες δυνατότητες», εξήγησε ο κ. Ντίλον.
«Πάντα ήθελα
να σκηνοθετήσω!»
«Πάντα ήθελα να σκηνοθετήσω!», ανέφερε ο κ. Ντίλον, ο οποίος μίλησε διεξοδικά για αυτή την επαγγελματική και καλλιτεχνική δραστηριότητά του, λέγοντας ότι:
«Είχα κάνει ορισμένα μικρά πράγματα, βίντεο κλιπ και τηλεοπτικές δουλειές. Υπάρχει -όμως- μια διαφορετική ικανοποίηση στις ταινίες μεγάλου μήκους: Το σινεμά είναι το καλλιτεχνικό μέσο του σκηνοθέτη. Οι ερμηνείες και το σενάριο είναι -επίσης- φοβερά σημαντικά, αλλά η σκηνοθεσία είναι το μέσο σε μια σχετικά νέα τέχνη, όπως είναι ο κινηματογράφος.
Ήθελα πάντα να σκηνοθετήσω και η συγκεκριμένη ταινία (σ.σ. «Η πόλη των φαντασμάτων») ήταν μια ιδέα που «φίλτραρα» εδώ και αρκετό καιρό, βασισμένη σε πραγματικές ιστορίες από ορισμένες «σκιώδεις» προσωπικότητες, που είχα γνωρίσει στη Νέα Υόρκη.
Τη γύρισα στην Καμπότζη, μια χώρα με μηδενικές κινηματογραφικές υποδομές εκείνη την εποχή, τα πράγματα -όμως- έχουν ευτυχώς αλλάξει από τότε. Γράψαμε το σενάριο με ένα καταπληκτικό συγγραφέα, τον Μπάρι Γκίφορντ. Έμαθα πολλά από αυτή τη ταινία. Μου έδωσε την ευκαιρία να δοκιμάσω κάτι διαφορετικό και να εξελιχθώ με έναν άλλο τρόπο».
Για τη σχέση του
με το ντοκιμαντέρ
Ακόμα, ο κ. Ντίλον σχολίασε την πρόσφατη επιστροφή του στη σκηνοθεσία με τη ταινία «The Great Fellove» και τη σχέση, που έχει με το είδος του ντοκιμαντέρ, διηγούμενος ότι:
«Πριν ακόμη κάνω την «Πόλη φαντασμάτων», είχα «τραβήξει» πλάνα του Κουβανού μουσικού. Φρανσίσκο Φελόβε. Ήταν ένας φανταστικός καλλιτέχνης και τραγουδοποιός, αρκετά γνωστός τη δεκαετία του 1950.
Μοιραζόμασταν μια κοινή αγάπη για την αφρικανική και τη κουβανική μουσική, και η τζαζ που «έπαιζε» περιείχε τέτοια στοιχεία. Ήταν ένας αληθινός νεωτεριστής. «Τράβηξα» πολλά πλάνα που δεν ήξερα πώς να χρησιμοποιήσω και κατέληξα να τα «βάλω στην άκρη». Ανέκαθεν πίστευα πως είχαν κάτι αξιόλογο, και τα επισκέφθηκα ξανά έπειτα από χρόνια. Ήταν μια μακρά , αλλά ευχάριστη διαδικασία, κυρίως λόγω του πάθους μου για τη μουσική».
Για τη γνωριμία
με τον Γέσπερ Γιουστ
Ο κ. Ντίλον διηγήθηκε και το πως γνωρίστηκε με τον Δανό εικαστικό καλλιτέχνη, Γέσπερ Γιουστ στο Βερολίνο, ώστε να ξεκινήσει η ιδέα της οπτικής εικαστικής εγκατάστασης «Interfears», που θα «φιλοξενείται» έως και τις 10 Νοεμβρίου 2024 στο MOMus-Πειραματικό Κέντρο Τεχνών (Αποθήκη Β1-Λιμάνι Θεσσαλονίκης)..
«Με το που γνωριστήκαμε στο Βερολίνο, ταιριάξαμε αμέσως. Μείναμε σε επαφή και μοιράστηκε μαζί μου, την ιδέα του: Να κινηματογραφήσει τον εγκέφαλό μου μέσα σε ένα μαγνητικό τομογράφο, την ώρα, που εγώ θα υποδυόμουν ένα ρόλο. Δεν ήμουν σίγουρος για την απάντηση.
Είναι ενδιαφέρον να εξετάζεις τον ανθρώπινο εγκέφαλο. Ο Γέσπερ μου ξεκαθάρισε ότι δε κάνουμε τίποτα επιστημονικό, γιατί δε σκόπευε να εξετάσει πολλά άτομα, αλλά μονάχα εμένα. Ήταν μια αμιγώς καλλιτεχνική απόπειρα.
Όταν γύριζα μια ταινία με τον Φερνάντο Τρουέμπα στο Πήλιο, επικοινώνησε ξανά μαζί μου και μου πρότεινε να κάνουμε το γύρισμα στο Παρίσι, σε ένα ιατρικό ινστιτούτο. Εγώ είμαι φοβερά κλειστοφοβικός και προσπαθούσα να τον πείσω να συνεργαστεί με κάποιον άλλον, για παράδειγμα, με τη φίλη μου, Σαρλότ Γκενσμπούρ.
Αυτός ήταν -όμως- ανένδοτος: έπρεπε να είμαι εγώ. Τελικά, ήταν συγχρόνως ένα πείραμα και ένα πραγματικό έργο τέχνης. Ο επιβλέπων γιατρός, μάλιστα, κατάφερε να ελέγξει τον εγκέφαλό μου, λέγοντάς μου πως έχω έναν φανταστικά υγιή εγκέφαλο. Τον ρώτησα αν έχω έναν έξυπνο εγκέφαλο και εκείνος μου επανέλαβε πως είναι ένας φοβερά υγιής εγκέφαλος».
Επιπλέον, είπε ο κ. Ντίλον πως παραβρέθηκε στην πρεμιέρα του «Interfears» στη Δανία, στην οποία προσκάλεσε και τον σκηνοθέτη, Λαρς φον Τρίερ, με τον οποίο είχε συνεργαστεί στην ταινία «Το σπίτι που έχτισε ο Τζακ».
«Το να ασχολείσαι
με πολλά διαφορετικά πεδία
σε διατηρεί νέο»
Ο κ. Ντίλον μίλησε στη συνέντευξη τύπου στη Θεσσαλονίκη και για τη ενασχόλησή του με τη ζωγραφική, αλλά και με τις άλλες τέχνες.
«Προέρχομαι από μια οικογένεια με πλούσια οπτικά ερεθίσματα. Όλη μου, η παιδική ηλικία περιστρεφόταν γύρω από το σχέδιο και τη ζωγραφική. Είναι κάτι, το οποίο το εξασκούσα περιοδικά, ενώ οκτώ χρόνια πριν άρχισα να το κάνω πιο συστηματικά. Μου αρέσει να σχεδιάζω, να κάνω κολλάζ, να γράφω ποίηση.
Κάποιες φορές χρειάζομαι ένα διάλειμμα και σταματώ. Όλες αυτές είναι δημιουργικές διεργασίες, οι οποίες μοιράζονται και πολλά κοινά στοιχεία. Κάποιοι άνθρωποι είναι καλοί σε ένα μόνο πράγμα. Άλλοι πάλι κάνουν πολλά διαφορετικά πράγματα. Εγώ ανήκω στους δεύτερους, και έτσι νιώθω πολύ ελεύθερος να ανακαλύψω νέες εμπειρίες. Το να ασχολείσαι με πολλά διαφορετικά πεδία σε διατηρεί νέο», υπογράμμισε ο κ. Ντίλον.
Σχετικά με την
πολιτική επικαιρότητα
και τις αμερικανικές εκλογές
Ο γνωστός Αμερικανός ηθοποιός δεν «άφησε» ασχολίαστη την πολιτική επικαιρότητα στις ΗΠΑ και τις αμερικανικές εκλογές, αναφέροντας ότι:
«Φυσικά και ψήφισα! Χωρίς να «μπούμε» σε μια μακρά συζήτηση για την πολιτική και τις απόψεις μου, θα σας πω απλώς πως ψήφισα την Κάμαλα Χάρις. Αυτή είναι η επιλογή μου και νιώθω άνετα με αυτό. Τη θεωρώ τη καλύτερη υποψήφια».
Για τα θετικά
των κινηματογραφικών φεστιβάλ
Επίσης, ως καλλιτέχνης ο κ. Ντίλον «τοποθετήθηκε» για τα θετικά των κινηματογραφικών φεστιβάλ, που επιτρέπουν τη σύνδεση των συναισθημάτων, αποκρινόμενος ως εξής:
«Είναι η τέλεια ευκαιρία να κάνεις νέες γνωριμίες, όπως είναι η Ζιλιέτ Μπινός στην περίπτωσή μου, αλλά και να συναντήσεις παλαιούς γνωστούς, όπως είναι ο Ρέιφ Φάινς και ο Ουμπέρτο Παζολίνι. Είναι -επίσης- μια πολύ καλή ευκαιρία να δεις πολλές διαφορετικές ταινίες και να συνειδητοποιήσεις μέσα από αυτή τη διαδικασία τι είναι πραγματικά σημαντικό για σένα.
Το πιο σημαντικό για εμένα είναι το συναίσθημα, και δε το λέω με δραματικό τρόπο. Εννοώ πως οι ημερομηνίες και τα γεγονότα είναι δευτερεύοντα στην ανθρώπινη εμπειρία. Τα κινηματογραφικά φεστιβάλ είναι μια «μαγική» εμπειρία που σου επιτρέπει να συνδεθείς με τα συναισθήματά σου».
Για τον
Τζιν Χάκμαν
Σε ερώτηση για τη συνεργασία του με τον Τζιν Χάκμαν στη ταινία «Target» (1985) απάντησε ο κ.Ντίλον ότι:
«Πάντα ήθελα να δουλέψω μαζί του. Έμαθα πάρα πολλά. Παρακολουθούσα με αμείωτο ενδιαφέρον τη συγκέντρωση και τη συνέπειά του. Μπορούσε να πάρει ένα κακό σενάριο και να του δώσει αληθοφάνεια.
Μου δίδαξε την ευθύνη που «κουβαλά ένας ηθοποιός» και πάντα έλεγε: «fill up before the scene», δηλαδή να «γεμίζεις» πριν από το γύρισμα, να είσαι έτοιμος, σαν να οπλίζεις ένα πιστόλι».
Για τη συνεργασία
με τον
Γιώργο Λάνθιμο
Σχετικά με τη συνεργασία του με τον Έλληνα σκηνοθέτη, Γιώργο Λάνθιμο στο «Nimic» ανέφερε ότι:
«Ήμουν στα γυρίσματα του ντοκιμαντέρ μου στην Κούβα, όταν με ειδοποίησαν πως ο Λάνθιμος ενδιαφέρεται να συνεργαστεί μαζί μου για μια ταινία μικρού μήκους.
Μου αρέσει η δουλειά του, είναι ένας καταπληκτικός κινηματογραφιστής και μία από τις ελάχιστες πραγματικά ιδιαίτερες κινηματογραφικές φωνές παγκοσμίως.
Είναι φοβερή ευκαιρία για έναν ηθοποιό να συνεργαστεί μαζί του. Κάναμε τα γυρίσματα στο Μεξικό.
Θυμάμαι ακόμη εκείνη τη σκηνή που έπρεπε να φάω ένα βραστό αυγό. Κατέληξα να τρώω δυο ντουζίνες, σαν τον Πολ Νιούμαν στο «Cool Hand Luke».
Ο Γιώργος είναι φανταστικός και ξέρει ακριβώς τι ψάχνει. Εγώ κάποιες φορές δυσκολευόμουν να καταλάβω.
Νιώθω ότι ακόμη δεν είμαι σίγουρος για τι πράγμα μιλάει η ταινία. Θέλω -όμως- να ξαναδουλέψω μαζί του.
Είναι φανταστικός, και είστε τυχεροί ως Έλληνες να έχετε ένα τόσο μεγάλο δημιουργό. Για την ακρίβεια, ο Γιώργος Λάνθιμος μπορεί να είναι Έλληνας, αλλά ανήκει σε όλους μας».
©Typologos.com 2024