Φίλοι φεγγάρια υφαίνουνε
Ένα ποίημα
της Σοφίας Ατσαλή
Δημιουργοί του γραπτού λόγου
Φίλοι φεγγάρια υφαίνουνε πάτρια αμμουδιά και δάσος
Νύχτες δε δοκιμάζονται τα δάκρυα είναι πάθος
Πάθος που δε μοιράζεται και είναι πάθος η μέρα
Ο ήλιος τη φλόγα μάχεται που αντανακλά η μητέρα
Η νύχτα δεν ωρίμασε η μέρα δε φοριέται Και φως στην αυγή του ερωτά το φως μου συλλογιέται
Γιατί είσαι φυγόδικος του σκοταδιού της δύσης
Κι εγώ κλέφτρα ενός σκοπού το λίγο φως να σβήσεις
Μη μου κουράζεις το είδωλο μην τεντωθείς και άλλο
Μη μου γυρνάς τον ίσκιο σου, γιατί δεν έχω κάδρο
Να μου χωρέσει η ζωγραφιά η στάλα δίχως άλλο
Του απογεύματος που ζω αντίκρυ στο μετερίζι
Που ΄’χτισες για να ξεχαστεί η αποκοτιά θερίζει
Είχε για αγάπη θάνατο είχε λατρεία ωραία
Ήτανε άνεμος καλός που φέρνει παραπέρα
Ζωή ζητούσα άδικα μητέρα των παθών μου
Μητέρα του αδιαλλάκτου φωτός των γειτόνων μου
Από πολλά καλά του νου γεννιέται η αλήθεια
Γεννιέται το συναίσθημα κι όχι τα παραμύθια
Ζευγάρι εγώ δεν ήθελα να γίνω με το πάθος
Ήθελα μόνο να κοιτώ στην όψη αυτό το λάθος
Το λάθος της αρχής του εντός την κούφια αγνή ελπίδα
Θα σου χαρίσω τ’ άγριο φως που κατακτά τα φίδια
Στο τίποτα ο καημός αυτός στο τίποτα αλυσίδες
Η αυγή δηλώνει ανάμνηση δεν πρόλαβα με είδες.
©Τypologos.com 2022