Δημοσιογραφία και Λογοτεχνία
Γράφει ο
Νίκος Μόσχοβος
Δημοσιογράφος- Συγγραφέας
Παράλληλους δρόμους «ακολουθούν» η λογοτεχνία και η δημοσιογραφία, που ενίοτε τέμνονται και άλλοτε χωρίζονται. Πολλοί δημοσιογράφοι υπήρξαν ή είναι πολύ καλοί συγγραφείς. Ωστόσο, αρκετά καλοί συγγραφείς απέτυχαν να μείνουν στο δημοσιογραφικό επάγγελμα, διότι δε κατανόησαν τη φύση του ρεπορτάζ και της γραφής με τη μέθοδο της αντεστραμμένης πυραμίδας στον έντυπο ή στον ηλεκτρονικό τύπο ή στα ραδιοφωνικά – τηλεοπτικά «κύματα». Αντίθετα, στη λογοτεχνία αποδίδουμε τα δρώμενα μια πιο ελεύθερη γραφή, η οποία θα πρέπει να «πατά» καλά επάνω στη δομή του συντακτικού και των γραμματικών κανόνων.
Οι διαφορές
Ωστόσο, η ιστορία σε ένα λογοτεχνικό έργο απευθύνεται δημόσια και οι προσωπικές σκέψεις «εξευγενίζονται» σε ένα πιο συνεκτικό σχήμα, το οποίο «οδεύει» σε μια αιτιολογημένη κατεύθυνση (αρχή, μέση και τέλος). Μεταξύ της απόστασης των κακογραφημένων σημειώσεων και του δακτυλογραφημένου σεναρίου βρίσκονται τόσες πολλές εσωτερικές συνομιλίες ανάμεσα στη φαντασία, στη μυθοπλασία (σ.σ. δηλαδή, ο ή και η συγγραφέας, που είστε εσείς) και της λογικής ή της βιωμένης πραγματικότητας ( σ.σ. ο συντάκτης ή και η συντάκτρια, η οποία πάλι είστε εσείς),
Η αντίθεση μεταξύ των αρχικών ιδεών της ιστορίας και της τελικής έκφρασης «κυριαρχεί». Η αρχική «ωμή» γραφή «χτενίζεται». Οι ατέλειες διορθώνονται.
Ο θυμός ανταλλάσσεται με την περιφρόνηση. Το πάθος μετατρέπεται σε αγάπη. Μια ώθηση της σκέψης μετατρέπεται τότε σε μια διάταξη λέξεων.
Τι αναζητά
η λογοτεχνία
Με αυτό το τρόπο αναζητά η λογοτεχνία την αλήθεια της αίσθησης. Με τη συγγραφή τελείται ξανά η δημιουργία κι η αναμόρφωση. Αποτυπώνει, δε, την ευφάνταστη απάντηση του συγγραφέα στα ερωτήματα- ζητήματα, που απασχολούν τον κόσμο.
Αντίθετα, η δημοσιογραφία είναι η βάση της επικοινωνίας με την εμπειρία των γεγονότων, των φαινόμενων και των καταστάσεων. Εξαιτίας της φύσης του επαγγέλματος είναι «παρών» ή «παρούσα» ο/η δημοσιογράφος στην πραγματική- καθημερινή ζωή, την οποία επιχειρεί να απεικονίσει με ακρίβεια.
Η ρήση
και ο αντίποδας
«Για να είσαι πειστικός πρέπει να είσαι πιστευτός. Για να είσαι πιστευτός πρέπει να είσαι αξιόπιστος. Για να είσαι αξιόπιστος πρέπει να είσαι αληθινός», έλεγε ο Αμερικανός δημοσιογράφος, Έντουαρντ Ρ. Μάροου- Edward R. Murrow (1908- 1965), o οποίος καταδείκνυε έτσι πως ο/η κάθε ρεπόρτερ θα πρέπει να μεταφέρει την ακρίβεια των γεγονότων και να μείνει πιστός σ’ αυτά.
Στον αντίποδα θα πρέπει ένας ή μια συγγραφέας να επινοήσει για να είναι ειλικρινής με την ευφάνταστη ανταπόκριση, η οποία προκύπτει από την εκπληκτική μάζα εμπειριών που έχει βιώσει ο ίδιος ή και η ίδια ή άλλοι άνθρωποι.
Ο δημοσιογραφικός λόγος
και ο χρόνος
Πολλά είδη του δημοσιογραφικού λόγου, λοιπόν, γράφονται στη ζέση της στιγμής.
Η απάντηση θα πρέπει να είναι άμεση. Το αντίγραφο πρέπει να γραφτεί τάχιστα για να τηρήσει την προθεσμία που πλησιάζει γρήγορα.
Εδώ δεν υφίσταται ο πραγματικός χρόνος για το είδος της στοχαστικής σκέψης που αφορά στο εκλεπτυσμένο δοκίμιο. Οι δημοσιογράφοι χρησιμοποιούν τη σκέψη του ερευνητή ή της ερευνήτριας, για να εκφράσουν την ακρίβεια των γεγονότων.
Δε μπορούν, λοιπόν, οι δημοσιογράφοι να επιστρέψουν και να αναθεωρήσουν μια εβδομάδα αργότερα. Μια εβδομάδα αργότερα έχουν «παλιώσει» ήδη οι ειδήσεις που έχουν γράψει, αφού η ζωή «προχώρησε» και παρήγαγε νέα δρώμενο. Έτσι, το μεγάλο στοίχημα για τη δημοσιογραφία του 21ου αιώνα είναι το πως αυτή θα αναπαράγει χρήσιμο και διαχρονικό υλικό, το οποίο δε θα περιλαμβάνει απλώς την αποτύπωση της στιγμής.
Οι απαιτήσεις
στο χώρο
της δημοσιογραφίας
Οι διάφοροι τομείς της δημοσιογραφίας είναι απαιτητικοί ως χώροι εργασίας με άγχος, το οποίο «πηγάζει» από τη ταχύτητα της μετάδοσης της κάθε είδησης. Δεν είναι εύκολο καθήκον για ένα ή μια δημοσιογράφο να εξακριβώσει τα γεγονότα, να τα αξιολογήσει, να μάθει την αλήθεια και, στη συνέχεια να γράψει άμεσα μια αρθρωτή και αιτιολογημένη περιγραφή της.
Δεν υφίσταται αμφιβολία ότι λόγω της χρονικής πίεσης μια μερίδα εκ των λειτουργών της δημοσιογραφίας τείνει πλέον να γράφει επιφανειακά, συναισθηματικά και με ανακριβή στοιχεία, καθώς και για μη ουσιώδη πράγματα. Ως ένα σημείο αυτό συμβαίνει διότι στη ροή του ψηφιακού ηλεκτρονικού τοπίου δεν υφίσταται πλέον αρκετός χρόνος για τον έλεγχο των γεγονότων, αφού έχουν ελαχιστοποιηθεί οι ανθρώπινοι πόροι στα δωμάτια παραγωγής ειδήσεων (newsrooms) των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης.
H προβολή
της επιφάνειας
Λόγω αυτής της κατάστασης προβάλλεται μόνο το προφανές και το επιφανειακό . Είναι το μόνο που φαίνεται να έχει την πρωτεύουσα σημασία κι αποτελεί αυτό που συμβαίνει αυτή τη στιγμή στο χώρο της δημοσιογραφίας.
Η καλή δημοσιογραφία, όμως, απαιτεί αυξημένες ερευνητικές ιδιότητες και δεξιότητες, τις οποίες μπορεί πολλοί να φιλοδοξούν να έχουν, αλλά σχετικά λίγοι ή λίγες τις κατέχουν καλά, ώστε να «ξύσουν» την επιφάνεια, καθώς και να «φτάσουν» στην αλήθεια.
Γι’ αυτό το λόγο, το να είσαι ήρεμος ή ήρεμη στη καταιγίδα και να περιγράφεις τα πραγματικά και όχι τα επιφανειακά γεγονότα είναι ένα σπάνιο δώρο.
Το πάθος
και η λογοτεχνική γραφή
Από την άλλη πλευρά, η λογοτεχνική γραφή καθοδηγείται από το πάθος κι από το λόγο για την περιγραφή μιας πραγματικής ή μυθοπλαστικής ιστορίας. Είναι αυτό, που είπε ο Γερμανός δημιουργός, Τόμας Μαν -Thomas Mann (1875 –1955) ότι «ένας συγγραφέας θα πρέπει να εμπλέκεται στο χάος του κόσμου για να διατηρήσει την ακεραιότητά του».
Κατά συνέπεια, το να είσαι λυρικός και συνάμα αληθινά ρεαλιστικός μέσα στη κακοφωνία αποτελεί ένα σπάνιο δώρο. Η λογοτεχνία ασχολείται με την έκφραση μέσω της μεταφοράς, η οποία δεν εμπεριέχει πάντοτε τη κυριολεκτική αλήθεια, αλλά την παρομοίωσή της μέσα από παρομοιώσεις και κώδικες.
Το «λεπτό» σημείο
Εδώ βρίσκεται το λεπτό σημείο, επειδή ο/η δημοσιογράφος βλέπει ενίοτε μόνον αυτό που θέλει να δει, αφού μερίδα εξ αυτών δεν εμβαθύνει στα γεγονότα και δεν ερευνά τις αλήθειες, οι οποίες «κρύβονται» πίσω από τα γεγονότα, τα οποία παρατηρεί.
Ωστόσο, στη δημοσιογραφία χρειαζόμαστε σήμερα όσο ποτέ άλλοτε μια ακριβή παρουσίαση των γεγονότων, που θα βλέπει πέρα από το «κάδρο». Επιπλέον, στη δημοσιογραφία χρειαζόμαστε μια ερμηνευτική διερεύνηση της πραγματικότητας πέρα από ιδεοληψίες ή εμμονή σε κείμενα μιας άλλης ζωής, που υπήρξε στο παρελθόν και η οποία δε θα ξεχνά τα διδάγματα, τα οποία μας κληροδότησε η ιστορία.
Χρειαζόμαστε
την ακριβή εικόνα
του κόσμου
Σε αυτό το σημείο φαίνεται πως η λογοτεχνία το κάνει ήδη, λειτουργώντας μέσω του γραπτού λόγου και των λεκτικών εικόνων, που συνδυάζουν τη ψευδαίσθηση, με τη σιωπηρή σύγκριση, το συμβολισμό και τις άγνωστες ηπείρους της φαντασίας, όπου ο/η κάθε συγγραφέας εξερευνά τις μη ανακαλυφθείσες αλήθειες, οι οποίες «εξηγούν» τις πλευρές της βιώσας πραγματικότητά μας.
Χρειαζόμαστε, όμως, την ακριβή εικόνα του κόσμου, την οποία η δημοσιογραφία μπορεί να τη βρει και να την απεικονίσει κυρίως μέσω της έρευνας και του ρεπορτάζ(σ.σ. δηλαδή κυρίως μέσω της ερευνητικής δημοσιογραφίας).
Ωστόσο, υπάρχουν και μερικοί άλλοι τομείς της δημοσιογραφίας, που δύναται να βρουν ή να «ανιχνεύσουν» την ακριβή εικόνα του κόσμου και οι οποίοι είναι:
1.Η λογοτεχνική δημοσιογραφία.
2.H Gonzo δημοσιογραφία ή πρώτου προσώπου.
Α. Η Λογοτεχνική Δημοσιογραφία
Η λογοτεχνική δημοσιογραφία είναι η δημιουργική μορφή του μη φανταστικού λόγου που πλησιάζει περισσότερο στη συγγραφή των εφημερίδων και των περιοδικών. Βασίζεται πολύ στα γεγονότα, ενώ απαιτεί έρευνα και πολύ συχνά τη διενέργεια συνεντεύξεων.
Η λογοτεχνική δημοσιογραφία αποκαλείται ενίοτε και «δημοσιογραφία εμβάπτισης», επειδή απαιτεί μια στενότερη και πιο ενεργή σχέση με το θέμα, καθώς και με τους ανθρώπους που εξερευνά ο δημοσιογράφος.
Ένα κείμενο της λογοτεχνικής δημοσιογραφίας απαιτεί πολύ καλή έρευνα, να επικεντρώνεται σε μια σύντομη χρονική περίοδο και να «στέκεται» σε ό,τι συμβαίνει έξω από το μικρό κύκλο της προσωπικής εμπειρίας, καθώς και των συναισθημάτων του συγγραφέα.
Ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα
Το παρακάτω απόσπασμα από τον Βρετανό συγγραφέα, λογοτέχνη και δημοσιογράφο, Τζορτζ Όργουελ ( George Orwell) είναι ένα καλό παράδειγμα λογοτεχνικής δημοσιογραφίας. Ο Όργουελ έγραψε κάποτε ένα λογοτεχνικό έργο, στο οποίο περιέγραψε σαφέστατα το αποικιακό καθεστώς στο Μαρακές. Ο πατέρας του ήταν αξιωματικός στις αποικίες, οπότε ο Όργουελ αντιμετώπισε την πραγματικότητα της Βρετανικής αυτοκρατορίας από μικρή ηλικία. Αυτή η εμπειρία αντανακλάται στο λογοτεχνικό έργο του, με τίτλο: «Μαρακές» ως εξής:
«Μόνο γι’ αυτό οι λιμοκτονίες της Ασίας και της Αφρικής γίνονται δεκτές ως τουριστικά θέρετρα. Κανείς δε θα σκεφτόταν να πραγματοποιήσει φθηνά ταξίδια στις αναξιοπαθούσες περιοχές. Αλλά, όπου τα ανθρώπινα όντα έχουν καφέ δέρματα, η φτώχεια τους, δε γίνεται αντιληπτή. Τι σημαίνει το Μαρόκο για ένα Γάλλο; Έναν πορτοκαλεώνα ή μια δουλειά σε κρατική υπηρεσία;».
Ο Όργουελ δε γράφει ένα ανακλαστικό- προσωπικό δοκίμιο για τα ταξίδια του, στο «Μαρακές». Ούτε γράφει απομνημονεύματα για το πώς ήταν να είναι ο γιος ενός αξιωματούχου της αποικίας κι ούτε εξιστορεί το πώς η εμπειρία αυτή διαμόρφωσε τη ζωή των συνομήλικων του.
Γράφει σαφέστατα με περιγραφικό τρόπο για τις εβραϊκές συνοικίες στο «Μαρακές», για το «αόρατο» των «ιθαγενών» και για τον τρόπο που η ιθαγένεια δε διασφαλίζει την ισότητα υπό ένα αποικιακό καθεστώς.
Β. Η Δημοσιογραφία
«Γκόντζο» (Gonzo)
Η δημοσιογραφία τύπου «Γκόντζο» (Gonzo) είναι ένα στυλ δημοσιογραφίας, το οποίο συμπεριλαμβάνει το/τη δημοσιογράφο ως μέρος της ιστορίας μέσω μιας αφηγήσεως πρώτου προσώπου.
Η λέξη «gonzo» πιστεύεται ότι χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1970 για να περιγράψει ένα άρθρο του δημοσιογράφου και συγγραφέα, Χάντερ Στόκτον Τόμσον – Hunter S. Thompson (1937 – 2005), ο οποίος θεωρείται ο πατέρας αυτού του στυλ.
Σε αυτή τη μορφή του δημοσιογραφικού λόγου χρησιμοποιείται ένα ενεργητικό συμμετοχικό στυλ γραφής πρώτου προσώπου στο οποίο ο συγγραφέας είναι πρωταγωνιστής και το οποίο «αντλεί» τη δύναμή του από ένα συνδυασμό της κοινωνικής κριτικής και της προσωπικής σάτιρας.
Έκτοτε, το συγκεκριμένο στυλ γραφής εφαρμόζεται σε άλλες υποκειμενικές καλλιτεχνικές προσπάθειες.
Οι διαφορές
με τη
παραδοσιακή δημοσιογραφία
Η δημοσιογραφία τύπου «Γκόντζο» (Gonzo) περιλαμβάνει μια προσέγγιση στην ακρίβεια που αφορά στην αναφορά των προσωπικών εμπειριών ή των αντίστοιχων συναισθημάτων, σε αντίθεση με την παραδοσιακή δημοσιογραφία, η οποία ευνοεί ένα ανεξάρτητο στυλ και βασίζεται στα γεγονότα ή στα αποσπάσματα που μπορούν να επαληθευτούν από τρίτα άτομα.
Ως δημοσιογραφικό στυλ αγνοεί το αυστηρά επεξεργασμένο προϊόν που προτιμάται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης (κυρίως των εφημερίδων) και προσπαθεί να επιτύχει μια πιο προσωπική προσέγγιση. Η προσωπικότητα της γραφής του κειμένου είναι εξίσου σημαντική με το γεγονός ή το πραγματικό αντικείμενό του.
Ένα καλόπιστο στυλ γραφής
Η δημοσιογραφία τύπου «Γκόντζο» (Gonzo) έχει πλέον γίνει ένα καλόπιστο στυλ γραφής που αφορά στον εαυτό του με «να το λέει, σαν να είναι (σ.σ. ποιο είναι πραγματικά το γεγονός».
Είναι, δε, παρόμοιο με αυτό του περίτεχνου συγγραφικού στυλ της Νέας Δημοσιογραφίας (New Journalism), που αναπτύχθηκε στη δεκαετία του 1960 και στο οποίο «ηγήθηκε» ο Αμερικανός αρθρογράφος και δημοσιογράφος, Τομ Γουλφ ( Tom Wolfe) και «πρωταθλητές» ήταν:
♦Ο μουσικός δημοσιογράφος του περιοδικού «Ρόλλινγκ Στόουν», Λέστερ Μπανγκς (Lester Bangs).
♦Ο Αμερικανός συγγραφέας και ηθοποιός, Τζορτζ Έιμς Πλίμπτον (George Plimpton).
♦Ο μυθιστοριογράφος, δοκιμιογράφος, σεναριογράφος και λέκτορας πανεπιστημίου, Τέρι Σάουθερν (Terry Southern).
Οι διαφορές
με τη νέα δημοσιογραφία
Σήμερα η γραφή τύπου «γκόντζο» θεωρείται ένα υποσύνολο της Νέας Δημοσιογραφίας . Όμως, όταν ο Χάντερ Στόκτον Τόμσον ρωτήθηκε κάποτε, αν υπήρχε διαφορά μεταξύ της γραφής «γκόντζο» και αυτής της Νέας Δημοσιογραφίας, τότε ο ίδιος απάντησε ως εξής:
«Ναι, νομίζω . Σε αντίθεση με τον Τομ Γουλφ ή τον Γκέι Ταλέσε (Gay Talese- σ.σ. Αμερικανός συγγραφέας και δημοσιογράφος) για παράδειγμα, σχεδόν ποτέ δε προσπαθώ να ανακατασκευάσω μια ιστορία. Και οι δύο είναι πολύ καλύτεροι δημοσιογράφοι από εμένα, αλλά τότε δε σκέφτομαι τον εαυτό μου ως δημοσιογράφο».
Το 1998, ο Αμερικανός δημοσιογράφος κι αναλυτής επιχειρήσεων Κρίστοφερ Λοκ (Christopher Locke) ισχυρίστηκε ότι το είδος των διαδικτυακών περιοδικών τύπου webzine προέρχεται από τη δημοσιογραφία «γκόντζο».
Τα webzines είναι διαδικτυακά περιοδικά,τα οποία δημοσιεύονται στο διαδίκτυο μέσω των συστημάτων ανακοινώσεων κι άλλων μορφών δημόσιων δικτύων υπολογιστών.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί σήμερα το Gonzo Today, αλλά το καίριο ερώτημα πάντοτε παραμένει επίκαιρο: Άραγε, η πλειοψηφία του κόσμου θέλει να μάθει πραγματικά την αλήθεια ή επιθυμεί να βιώνει πάντοτε παραμύθια, γιατί δε μπορεί να την αντέξει;
Υ.Γ.
Εάν σας άρεσε αυτό το κείμενο μπορείτε να επικοινωνήσετε μαζί μου εδώ σχετικά με τα σεμινάρια ή τις διαλέξεις δημοσιογραφίας- λογοτεχνίας και δημιουργικής γραφής, που παρέχω ή τηλεφωνικά στον αριθμό κλήσης 6944-18.17.72.
©Typologos.com 2025