Την άνιση κατανομή της ευημερίας στην Ελλάδα «καταδεικνύουν» τα ευρήματα της έκθεσης του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ
Τι δείχνει
η Ενδιάμεση Έκθεση του 2024
για την ελληνική οικονομία
και την απασχόληση
Την άνιση κατανομή της ευημερίας στην Ελλάδα «αποκαλύπτουν» τα ευρήματα της ενδιάμεσης έκθεσης του 2024 για την ελληνική οικονομία και την απασχόληση, η οποία δημοσιοποιήθηκε την Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2025 από το Ινστιτούτο Εργασίας (ΙΝΕ) της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας (ΓΣΕΕ).
Το ΑΕΠ
και η κατανάλωση
Τα στοιχεία της ενδιάμεσης έκθεσης του ΙΝΕ δείχνουν ότι το 2024 η εξέλιξη του πραγματικού ακαθάριστου εθνικού προϊόντος (ΑΕΠ) της ελληνικής οικονομίας «κυμάνθηκε» σε υψηλότερο επίπεδο από το μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η κατανάλωση, όμως, εξακολουθεί να αποτελεί τον πρωταρχικό προσδιοριστικό παράγοντα της οικονομικής δραστηριότητας. Για το εισόδημα των μισθωτών καταγράφεται στην έκθεση του ΙΝΕ της ΓΣΕΕ ότι έχει μικρή συμβολή στη μεταβολή του ακαθάριστου εισοδήματος των νοικοκυριών και στην αύξηση της κατανάλωσης.
Το 2023 οι πραγματικοί μισθοί συνέβαλαν στο ακαθάριστο εισόδημα μόλις κατά 1%, τα εισοδήματα των αυτοαπασχολούμενων κατά 1,76% και τα κέρδη από τη δια-κράτηση του πλούτου μόνο κατά 1,5%.
Στάσιμες
οι πραγματικές επενδύσεις
Μάλιστα, διαπιστώνεται ότι οι πραγματικές επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ εξακολουθούν να είναι από τις χαμηλότερες στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ το γ ́ τρίμηνο του 2024 έμειναν στάσιμες. Η μεγαλύτερη ποσοστιαία αύξηση εντοπίζεται στις επενδύσεις στις κατοικίες. Σε συνδυασμό με τις λοιπές κατασκευές κατά τη διάρκεια του α ́ εξάμηνου του 2024 αντιστοιχούσαν οι επενδύσεις αυτές στο 5,2% του ΑΕΠ.
Στο ίδιο διάστημα «αποτυπώθηκε» πως υψηλότερες ήταν οι επενδύσεις στο μηχανολογικό εξοπλισμό και στα οπλικά συστήματα (6,2% του ΑΕΠ), ενώ χαμηλές ήταν οι επενδύσεις στα προϊόντα διανοητικής ιδιοκτησίας (2,4% του ΑΕΠ) και οι οποίες αποτελούν κρίσιμο μέγεθος για την ποιοτική αναβάθμιση του εγχώριου παραγωγικού ιστού.
Μεγάλη αύξηση
των εισαγωγών
και του
εμπορικού ελλείμματος
Επιπλέον, η μεγάλη αύξηση των εισαγωγών διατήρησε το έλλειμμα στο ισοζύγιο των τρεχουσών συναλλαγών σε πολύ υψηλό επίπεδο, παρά τη βελτίωση, που σημειώθηκε στο ισοζύγιο ενέργειας.
Τη μεγαλύτερη αρνητική επίδραση σε αυτή την εξέλιξη είχε το ισοζύγιο των ενδιάμεσων προϊόντων, το οποίο κατά το α ́ εξάμηνο του 2024 διευρύνθηκε κατά 932 εκατομμύρια ευρώ έναντι του α ́ εξαμήνου του 2023 και επιπλέον κατά 425 εκατομμύρια ευρώ το γ ́ τρίμηνο σε ετήσια βάση.
«Το αυξανόμενο εμπορικό έλλειμμα είναι αποτέλεσμα της μεγάλης εξάρτησης της εγχώριας παραγωγής από εισαγόμενα ενδιάμεσα προϊόντα, η οποία με τη σειρά της αναδεικνύει, αφενός, τη σοβαρή διαρθρωτική ανεπάρκεια του παραγωγικού συστήματος και, αφετέρου, την επιτακτική ανάγκη σχεδιασμού μιας σύγχρονης βιομηχανικής πολιτικής Το γεγονός ότι δε σημειώνεται κάποιος ουσιαστικός μακροοικονομικός και παραγωγικός μετασχηματισμός αποτελεί την ένδειξη αδυναμίας διαμόρφωσης συνθηκών διατηρήσιμης δυναμικής ανθεκτικότητας και βιωσιμότητας της οικονομίας», επισημαίνεται στην ενδιάμεση έκθεση του ΙΝΕ της ΓΣΕΕ.
Σημαντική αποκλιμάκωση
του δημοσίου χρέους
Για το ύψος του δημόσιου χρέους ως ποσοστό στο ΑΕΠ καταγράφεται στην ίδια έκθεση ότι σημειώθηκε σημαντική αποκλιμάκωση. Σε αυτό υποβοήθησε η άνοδος του πληθωρισμού και η αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας.
Ειδικότερα, το β ́τρίμηνο του 2024 κατήλθε το δημόσιο χρέος στο 163,6% έναντι 172,5% που ήταν στο β ́ τρίμηνο του 2023. Εντούτοις, σε απόλυτα νούμερα, και παρά τη μετάβαση της οικονομίας σε καθεστώς πρωτογενών δημοσιονομικών πλεονασμάτων εξακολουθούσε το χρέος της γενικής κυβέρνησης και κατά τη διάρκεια του β ́ τριμήνου του 2024 να «κυμαίνεται» σε πολύ υψηλά επίπεδα, στα οποία βρέθηκε το 2020 μετά από το ξέσπασμα της πανδημικής κρίσης.
Συνάμα, παρά τη θετική δημοσιονομική επίδραση του πληθωρισμού και τους θετικούς ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ παραμένει εύθραυστη η χρηματοπιστωτική κατάσταση του ελληνικού δημόσιου τομέα, αν και αυτή εμφανίζεται βελτιωμένη. Ο δείκτης φερεγγυότητας του ελληνικού δημοσίου εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί το 2024 εντός του χρηματοπιστωτικού καθεστώτος Ponzi. Βάσει των στοιχείων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προβλέπεται ότι για το 2025 και το 2026 θα αναβαθμιστεί ο δείκτης φερεγγυότητας του ελληνικού δημοσίου.
Το εξωτερικό έλλειμμα
παραμένει υψηλό
Για το εξωτερικό έλλειμμα σημειώνεται ότι εξακολουθεί να παραμένει σε υψηλότερο επίπεδο από αυτό του 2019, ενώ συμπεραίνεται ότι ο ιδιωτικός τομέας θα πρέπει να χρηματοδοτήσει, τόσο το εξωτερικό έλλειμμα,όσο και τη δημοσιονομική προσαρμογή του δημόσιου τομέα, το έλλειμμα του οποίου έχει σχεδόν εξαλειφθεί. Το α ́ τρίμηνο του 2024 ήταν σχεδόν ισοσκελισμένο το ισοζύγιο των επιχειρήσεων. Κάτι, που συνεπάγεται ότι το έλλειμμα των νοικοκυριών είναι αυτό που προσδιορίζει τη μακροοικονομική κατάσταση της οικονομίας.
Τον Δεκέμβριο του 2024 ο ρυθμός μεταβολής του εναρμονισμένου δείκτη τιμών καταναλωτή (ΕνΔΤΚ) σε ετήσια βάση διαμορφώθηκε στο 2,9% έναντι του 3,7% τον Δεκέμβριο του 2023, αλλά παρά τη σχετική αποκλιμάκωση και τις παρεμβάσεις αντιμετώπισης που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια φαίνεται ότι ο πληθωρισμός συνεχίζει να επηρεάζει αρνητικά την αγοραστική δύναμη των πολιτών, «τροφοδοτώντας» τη κρίση αξιοπρεπούς διαβίωσης, η οποία πλήττει μεγάλα τμήματα του πληθυσμού.
Αυξήθηκαν
οι τιμές αγαθών
και υπηρεσιών
Χαρακτηριστικό είναι ότι διψήφιες εμφανίζονται την περίοδο Νοέμβριος 2020- Νοέμβριος 2024 – πλην της κατηγορίας «Επικοινωνίες»- κι όλες οι κατηγορίες των αγαθών και των υπηρεσιών που απαρτίζουν το γενικό δείκτη τιμών καταναλωτή (ΓΔΤΚ), αφού οι περισσότερες σημείωσαν θετικές μεταβολές του τιμάριθμου.
Τη μεγαλύτερη μεταβολή εμφάνισαν οι κατηγορίες «Ένδυση και υπόδηση» (+31,3%), «Διατροφή και μη αλκοολούχα ποτά» (+30,5%) και «Στέγαση» (24,3%), ενώ μεγάλες αυξήσεις καταγράφηκαν και στις κατηγορίες «Μεταφορές» (+23,8%) και «Ξενοδοχεία, καφέ, εστιατόρια» (+21,4%).
Στα βασικά συμπεράσματα της ενδιάμεσης έκθεσης του ΙΝΕ της ΓΣΕΕ αναφέρεται ότι:
«Στην επίπτωση του πληθωρισμού στο επίπεδο ευημερίας των πολιτών πρέπει να συνυπολογιστούν και οι ιδιαίτερα χαμηλές αποδοχές των μισθωτών. Το 2023 στη χώρα μας το ύψος του μέσου ετήσιου προσαρμοσμένου μισθού πλήρους απασχόλησης ήταν στα 17.013 ευρώ, επίδοση που αποτελεί την τρίτη χαμηλότερη μεταξύ των 26 υπό εξέταση κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η χώρα μας αποτελεί το μοναδικό από τα υπό εξέταση κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου καταγράφεται μείωση του συγκεκριμένου μεγέθους συγκριτικά με το 2009. Η εξέλιξη αυτή οδήγησε στην υποβάθμιση της θέσης της Ελλάδας από τη 13η το 2009 στην 24η θέση της σχετικής κατάταξης το 2023. Σε όρους του πρότυπου αγοραστικής δύναμης (PPS) το αντίστοιχο μέγεθος ανήλθε στην Ελλάδα σε 21.004, το χαμηλότερο επίπεδο μεταξύ των υπό εξέταση κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης»
Παραμένει «εύθραυστη»
η κατάσταση
στην αγορά εργασίας
Στην ίδια έκθεση περιγράφεται και η βελτίωση που παρουσιάζουν τα τελευταία χρόνια τα βασικά ποσοτικά μεγέθη της αγοράς εργασίας και η οποία συνεχίζεται και το 2024, οπότε η εξέλιξη αυτή συμβάλλει στη μερική αντιστάθμιση των σημαντικών απωλειών που έχουν υποστεί οι Έλληνες εργαζόμενοι σε ότι αφορά στο βιοτικό επίπεδο εξαιτίας της οικονομικής και της πληθωριστικής κρίσης. Παρόλα αυτά φαίνεται ότι παραμένει εύθραυστη η κατάσταση στην αγορά εργασίας.
Ακόμη, φαίνεται ότι οι συμβατικοί δείκτες της αγοράς εργασίας απέχουν ακόμη σημαντικά από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Για τη κλαδική διάρθρωση της απασχόλησης στην Ελλάδα σημειώνεται στην ίδια έκθεση ότι |»αντικατοπτρίζει» ευρύτερους μετασχηματισμούς του παραγωγικού συστήματος, οι
οποίοι σε συνδυασμό με την ευελικτοποίηση των εργασιακών σχέσεων, δημιουργούν σοβαρά ερωτηματικά για τον βαθμό ανθεκτικότητας της αγοράς εργασίας και τη διατηρήσιμη άνοδο του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων.
Χαμηλότερο το μερίδιο
των θέσεων εργασίας
Σημειωτέον ότι το μερίδιο των θέσεων εργασίας στο δευτερογενή τομέα παραγωγής στο συνολικό όγκο της απασχόλησης από το 21,4%, που ήταν στο γ ́ τρίμηνο του 2009 «έπεσε» στο 16,7% το γ ́ τρίμηνο του 2024. Μείωση κατά 1% καταγράφηκε και στο μερίδιο των θέσεων εργασίας στον πρωτογενή τομέα (από 11,2% σε 10,2%). Αντίθετα, ενισχύθηκε το μερίδιο των θέσεων απασχόλησης στους κλάδους του τομέα των υπηρεσιών, αφού από το 67,4% το γ ́ τρίμηνο του 2009 «ανήλθε» στο 73,1% το γ ́ τρίμηνο του 2024.
Μόλις στο 3,4%
το ποσοστό των εργαζομένων
στους κλάδους υψηλής τεχνολογίας
Παράλληλα, με την υστέρηση της απασχόλησης στο δευτερογενή τομέα «αποκαλύπτεται» από την έκθεση του ΙΝΕ της ΓΣΕΕ ότι η ελληνική οικονομία καταγράφει ιδιαίτερα χαμηλές επιδόσεις σχετικά με το ποσοστό των εργαζομένων που απασχολούνται στους κλάδους υψηλής τεχνολογίας και το οποίο ανήλθε στο 3,4%, αλλά είναι το δεύτερο χαμηλότερο στο σύνολο των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης!
Στην ίδια έκθεση καταγράφεται πως το ποσοστό των ατόμων που απασχολούνταν το 2023 στην Ελλάδα σε μεταποιητικούς κλάδους υψηλής τεχνολογίας ανήλθε μόλις στο 0,8% του συνόλου των απασχολουμένων! Πρόκειται για ένα ποσοστό που κατατάσσει την Ελλάδα- μαζί με τη Ρουμανία και την Κροατία- στην πέμπτη θέση από το τέλος μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης!
Αντίστοιχα, το 2023 το ποσοστό των εργαζομένων που είχαν μια θέση εργασίας σε υπηρεσίες υψηλής τεχνολογίας και έντασης γνώσης αντιστοιχούσε μόλις στο 2,6% του συνόλου της απασχόλησης και είναι το δεύτερο χαμηλότερο στην Ευρωπαϊκή Ένωση!
Υψηλό το στεγαστικό κόστος
Σχετικά με το στεγαστικό κόστος επισημαίνεται στη συγκεκριμένη έκθεση ότι για το 28,5% των Ελλήνων ήταν μεγαλύτερο εκ του 40% του διαθέσιμου εισοδήματός τους (ποσοστό υπερβολικής επιβάρυνσης από το κόστος στέγασης) και με διαφορά παραμένει η υψηλότερη τιμή μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αν και μειώθηκε συγκριτικά με το 2019.
Επιπρόσθετα, φαίνεται ότι το κόστος στέγασης στη Ελλάδα επιδρά δυσανάλογα στην ευημερία των πολιτών διαφορετικής εισοδηματικής κατάστασης.
Ενδεικτικά, το 2023 για τα άτομα που ανήκαν στο φτωχότερο εισοδηματικό πεμπτημόριο το ποσοστό υπερβολικής επιβάρυνσης του κόστους στέγασης ανερχόταν στο 85,3% (έναντι του 29,9% στην Ευρωπαϊκή Ένωση), ενώ για τα πλουσιότερα άτομα (5ο εισοδηματικό πεμπτημόριο) ήταν μόλις στο 1,2% (συγκριτικά με το 0,7% στην Ευρωπαϊκή Ένωση)!
Στεγαστικό κόστος
και καθεστώς ιδιοκτησίας
της κατοικίας
Αξιοσημείωτες διαφοροποιήσεις, όμως, παρουσιάζει και το ποσοστό υπερβολικής επιβάρυνσης του κόστους στέγασης ανάλογα με το καθεστώς ιδιοκτησίας της κατοικίας. Το 2023 το ποσοστό αυτό για τους ενοικιαστές ανερχόταν στο 40,5% κι ήταν το τέταρτο υψηλότερο ποσοστό στην Ευρωπαϊκή Ένωση! Για τα άτομα σε ιδιόκτητη κατοικία, χωρίς δάνειο ή υποθήκη σε εκκρεμότητα ήταν το κόστος στέγασης στο 23,7%, με αποτέλεσμα να καταγραφεί ως το υψηλότερο μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης!
Το κόστος στέγασης
ανά περιφέρειες
Σε επίπεδο περιφερειών αναφέρεται στην έκθεση του ΙΝΕ της ΓΣΕΕ ότι το υψηλότερο ποσοστό υπερβολικής επιβάρυνσης από το κόστος στέγασης εμφάνισαν το 2023 οι εξής περιφέρειες:
- Κεντρικής Μακεδονίας (34,8%).
- Ανατολικής Μακεδονίας- Θράκης (32,7%).
- Πελοποννήσου (31,8%).
Αντίθετα, τα χαμηλότερα ποσοστά επιβάρυνσης από το κόστος στέγασης κατέγραψαν οι περιφέρειες:
- Κρήτης (20,2%).
- Ιονίων Νήσων (23,1%).
- Θεσσαλίας (23,9%).
- Νοτίου Αιγαίου(25%).
- Ηπείρου (25,6%).
- Δυτικής Μακεδονίας (25,7%).
Κοντά στο μέσο όρο της χώρας (28,5%) κυμάνθηκαν τα αντίστοιχα ποσοστά υπερβολικής επιβάρυνσης από το κόστος στέγασης στην Αττική (27,9%) και στις περιφέρειες Στερεάς Ελλάδας και Βορείου Αιγαίου (27,7%).
Στην ίδια έκθεση τονίζεται ότι οι οκτώ από τις δεκατρείς περιφέρειες της χώρας κατέγραψαν το 2023 τα υψηλότερα ποσοστά υπερβολικής επιβάρυνσης του στεγαστικού κόστους έναντι του 2021!Σύμφωνα με την έκθεση του ΙΝΕ της ΓΣΕ, είναι ένα στοιχείο, που καταδεικνύει την όξυνση του προβλήματος στέγασης σε αυτές τις περιφέρειες κατά τη διάρκεια του συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος.
©Typologos.com 2025